εὐδινός
Look at other dictionaries:
ευδινός — εὐδινός, όν (Α) 1. (για καιρό) ο ευδιεινός, ο αίθριος, ο γαλήνιος 2. (για τόπο) αυτός που δεν προσβάλλεται από ανέμους («ἡ δὲ χώρα εὐδινὴ διὰ τὴν κοιλότητα τῶν πεδίων», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γραφή τού τ. ευδιεινός*] … Dictionary of Greek
ευδεινός — εὐδεινὸς και εὐδινός, ή, όν (Α) βλ. ευδιεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευδιεινός* με συγκοπή τού ι] … Dictionary of Greek